Ἀρεοπαγίτῃ

Ἀρεοπαγίτῃ
Ἀρεοπαγίτης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Собор Святого Дионисия Ареопагита (Афины) — Собор Собор святого Дионисия Ареопагита Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη …   Википедия

  • Kathedrale St. Dionysius Areopagita — Die Kathedrale St. Dionysius Areopagita (griechisch Καθεδρικός Ναός Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη) ist die Kathedrale des katholischen Erzbistums Athen. Sie trägt den Namen von Dionysius Areopagita und liegt an der …   Deutsch Wikipedia

  • Cathédrale catholique d'Athènes — Vue de la cathédrale Présentation Nom local Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη Culte …   Wikipédia en Français

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • τρισαρειοπαγίτης — ὁ, Α αυτός που έχει πολύ έντονες τις ιδιότητες τού αρεοπαγίτη, αυτός που κάνει για τρεις αρεοπαγίτες, ο πάρα πολύ αυστηρός δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἀρειοπαγίτης «μέλος τού Ἀρείου Πάγου»] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείου, Σπύρος — (Γαλαξίδι 1902 – 1985). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1930 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το Μπενάκειο βραβείο για τα σχέδια αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Ταξίδεψε για καλλιτεχνικές… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”